πανηγυράζω

πανηγυράζω
πᾰν-ηγῠράζω,
A celebrate a πανήγυρις, SIG344.3 (Teos, iv B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανηγυράζω — και πανηγυριάζω Α (δ. γρφ.) βλ. πανηγυρίζω …   Dictionary of Greek

  • πανηγυρίζω — Α δ. γρφ. πανηγυράζω και πανηγηριάζω, ΝΜΑ [πανήγυρις] παίρνω μέρος σε πανήγυρη, μετέχω σε ομαδική εορτή, γιορτάζω νεοελλ. 1. εκδηλώνω τη χαρά μου για κάποιο σημαντικό γεγονός με ενθουσιώδη τρόπο, γιορτάζω θριαμβευτικά και επιδεικτικά («θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”